- κουτρώ
- -άω και κουτρίζω (Μ κουτρῶ, -άω) [κούτρα](για ζώα) χτυπώ με τα κέρατα, κουτουλώνεοελλ.χτυπώ με το μέτωπο, με το κεφάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτρώ — βλ. κουτρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουντρώ — χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κουτρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρώ (< κούτρα) με πιθ. επίδραση τών κεντρί / κεντρώνω] … Dictionary of Greek
κουτρίζω — βλ. κουτρώ … Dictionary of Greek
κούτρημα — το [κουτρώ] (για ζώα που έχουν κέρατα) 1. χτύπημα με τα κέρατα, κουτριά 2. (για ανθρώπους) χτύπημα με το κεφάλι ή στο κεφάλι, κεφαλιά … Dictionary of Greek
κουτουλίζω — και κουτουλώ και κουτουλάω 1. για τα ζώα που έχουν κέρατα, χτυπώ με τα κέρατα, κουτρώ, έχω τη συνήθεια να χτυπώ με τα κέρατα: Αυτό το κριάρι κουτουλά. 2. για τους ανθρώπους, κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω: Κουτουλάει από τη νύστα. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτρίζω — και κουτρώ και κουτράω κουτουλίζω, κερατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)